καλόπιοτος

καλόπιοτος
η , ό приятный, вкусный (о напитках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλόπιοτος" в других словарях:

  • καλόπιοτος — η, ο 1. αυτός που πίνεται ευχάριστα, εύκολα, εύγευστος 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να πίνεται με το καλό, με ευτυχία, να συνοδεύει ευτυχείς στιγμές, ευχάριστα γεγονότα («καλόπιοτο νά ναι το κρασί τής χρονιάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (<… …   Dictionary of Greek

  • καλόπιοτος — η, ο αυτός που πίνεται με ευχαρίστηση ή ευκολία: Έχει και ένα καλόπιοτο κρασί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»